-
1 ἐπι-κρύπτω
ἐπι-κρύπτω, verbergen; χεῖρας φονίας Aesch. Eum. 307; τὸ ψῖ προςγενόμενον ἐπικρύπτει τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Plat. Crat. 421 b; Sp., aor. II. ἐπέκρυφε, Qu. Sm. 7, 235. – Gew. med. verheimlichen, verhehlen; τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Plat. Lach. 196 b; ὅτι οὐχ ὑγιαίνει Rep. V, 476 e; im Ggstz von ἀναφανδὸν ἀποδείκνυσϑαι τοὺς πολλούς, vor der Menge, Theaet. 180 c; Parm. 128 c; Pol. 3, 75, 1; ἐπεκρύπτοντο ἔτι τῷ τῶν πεντάκις χιλίων ὀνόματι, μὴ ἄντικρυς ὀνομάζειν, sie versteckten sich hinter den Namen, und hüteten sich geradezu zu sagen, Thuc. 8, 92; δύναμιν ἤϑροισεν ὡς μάλιστα ἐδύνατο ἐπικρυπτόμενος, so heimlich wie möglich, Xen. An. 1, 1, 6; τἀληϑῆ Dem. 17, 17; πρὸς τοὺς πολλοὺς εἰς τὸ τῆς μουσικῆς ὄνομα σοφιστικὴν δεινότητα Plut. Pericl. 4, vor der Menge unter dem Namen der Musik verbergen; sich verbergen, ἐσϑῆτι Caes. 38.
-
2 ἐπικρύπτω
Aἐπέκρῠφον Q.S.7.235
(v.l. ἀπ-):— throw a cloak over, conceal,χεῖρας φονίας A.Eu. 317
(lyr.);τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Pl.Cra. 421b
; f.l.for ἔπη κρύπτειν, E.Supp. 296:—freq. in [voice] Med., disguise,κἀπικρύψασθαι κακά S.Fr.88.12
(v.l.); τὰς αὑτοῦ τύχας.. τοὐπικρύπτεσθαι ;ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.La. 196b
, cf. Prt. 346b;τἀληθῆ D.17.17
: abs., ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, X.An.1.1.6; ;πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.Per.4
; ἐ. τινά τι conceal a thing from one, Plb.3.75.1; alsoἐ. τινὰ ὡς.. Pl.Tht. 180d
; ὅτι οὐχ ; disguise, conceal one's purpose, τῶν πεντακισχιλίωντῷ ὀνόματι Th.8.92
;ἐσθῆτι θεράποντος Plu.Caes.38
:—[voice] Pass., to be concealed, Arist.Pol. 1278a39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρύπτω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий